Friday, December 4, 2009

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ

Πως δημιουργήθηκαν τα κουνούπια - Ινδιάνικος Μύθος της φυλής Tlingit

Πριν πολλά πολλά χρόνια, υπήρχε ένας γίγαντας που του άρεσε να σκοτώνει ανθρώπους, να τους τρώει και να πίνει το αίμα τους. Οι άνθρωποι σκέφτηκαν ότι αν δεν απαλλαγούν από τον γίγαντα, δεν θα μείνει κανένας από το είδος τους πάνω στην γη. Έτσι συγκάλεσαν ένα μεγάλο συμβούλιο για να αποφασίσουν τι θα κάνουν.

Πολλά ειπώθηκαν σε αυτό το συμβούλιο, ώσπου ένας άντρας πήρε τον λόγο και είπε: «Νομίζω πως ξέρω πως θα σκοτώσω αυτό το τέρας». Θέλοντας να κάνει τα λόγια του πράξη, πήγε στο μέρος που είχε εμφανιστεί ο γίγαντας την τελευταία φορά, ξάπλωσε στο έδαφος και προσποιήθηκε τον νεκρό. Σε λίγο, εμφανίστηκε ο γίγαντας στο μέρος αυτό, είδε τον ξαπλωμένο άντρα και είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι με διευκολύνουν όλο και περισσότερο. Τώρα όχι μόνο δεν χρειάζεται να τους πιάνω για να τους σκοτώσω, αλλά έρχονται και πεθαίνουν κοντά μου, πιθανότατα από τον φόβο που έχουν για μένα». Στην συνέχεια άγγιξε το σώμα του άντρα και συνέχισε τον μονόλογο του: «Α! Πολύ ωραία! Αυτός είναι ακόμα ζεστός και φρέσκος. Τι νόστιμο φαγητό θα κάνει! Δεν βλέπω την ώρα να ψήσω την καρδιά του» (Οι ανθρώπινες καρδιές ήταν η αγαπημένη λιχουδιά του γίγαντα).

Χωρίς καθυστέρηση, άρπαξε το σώμα του άντρα, το φορτώθηκε στον ώμο του, και ξεκίνησε για το σπίτι. Φτάνοντας εκεί, άφησε το «φαγητό» του στο πάτωμα και πήγε στο τζάκι να ανάψει φωτιά για να ξεκινήσει το μαγείρεμα. Βλέποντας όμως ότι δεν είχε ξύλα, βγήκε από το σπίτι για να μαζέψει μερικά.

Μόλις ο γίγαντας έφυγε, ο άντρας πετάχτηκε πάνω και άρπαξε ένα τεράστιο μαχαίρι που βρήκε δίπλα στο τζάκι. Ξαφνικά ο γιος του Γίγαντα, που είχε το ύψος ενός ανθρώπου, μπήκε στο δωμάτιο. Ο άντρας μην χάνοντας χρόνο, άρπαξε τον νεαρό γίγαντα και κόλλησε το μαχαίρι στο λαιμό του λέγοντας: «Πες μου, που έχει ο πατέρας σου την καρδιά του, αλλιώς θα σου κόψω τον λαιμό». Ο μικρός φοβισμένος του φανέρωσε ότι οι γίγαντες έχουν την καρδιά, στην αριστερή τους φτέρνα. Μετά από λίγο το αριστερό πόδι του γίγαντα πρόβαλε στην πόρτα του σπιτιού. Ο άντρας, τότε, κάρφωσε γρήγορα το μαχαίρι στην φτέρνα του γίγαντα. Στριγγλίζοντας το τέρας έπεσε στο πάτωμα και καθώς ξεψυχούσε είπε στον άντρα: «Νομίζεις ότι με σκότωσες; Εγώ θα συνεχίσω να σας τρώω και να πίνω το αίμα σας για πάντα».

Ο θαρραλέος άντρας του απάντησε: «Νομίζεις! Θα φροντίσω ώστε να μην φας κανέναν πια». Και για να είναι βέβαιος ότι τα λόγια του θα βγουν αληθινά, έκοψε το σώμα του γίγαντα σε κομμάτια και τα έκαψε στην φωτιά. Στην συνέχεια πήρε τις στάχτες και τις σκόρπισε στον άνεμο. Ξαφνικά, κάθε κομματάκι στάχτης μετατράπηκε σε κουνούπι. Το σύννεφο της στάχτης έγινε σύννεφο κουνουπιών και από αυτό ακούστηκε η φωνή του γίγαντα να λέει γελώντας: «Ναι! Θα τρώω τους ανθρώπους μέχρι το τέλος του κόσμου».

Και όπως το είπε ο γίγαντας έγινε. Ο άντρας ένιωσε ένα τσίμπημα καθώς ένα κουνούπι άρχισε να πίνει το αίμα του. Πολλά κουνούπια τον τσίμπησαν και ο άντρας άρχισε να ξύνεται..