ΣΤΕΚΟΜΟΥΝ όρθιος, δίπλα στην πόρτα. Παρατηρούσα, ως συνήθως, από το παράθυρο το τοπίο κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Όχι δε βλέπεις τα ίδια πράγματα κοιτώντας κάθε μέρα τις, όμορες προς τις γραμμές του μητροπολιτικού σιδηρόδρομου, περιοχές από το Νέο Φάληρο ως το Μοναστηράκι. Ανάλογα με τη μέρα, την ώρα, τον καιρό, το φως, διαφορετικά τοπία ξετυλίγονται μπροστά σου, διαφορετικοί άνθρωποι σε πλησιάζουν, για να απομακρυνθούν αμέσως μετά με μεγάλη ταχύτητα. Και όταν το τρένο σταματά, κάποιοι μπαίνουν στο βαγόνι σου. Νέοι επιβάτες, καινούργιοι συνταξιδιώτες στην πορεία προς το γραφείο, το σπίτι, το σινεμά... Έτσι έγινε και τις προάλλες. Μπήκε στο σταθμό του Μοσχάτου.
Δρασκέλισε με σχετική άνεση το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, ψηλάφισε για λίγο το πλαϊνό τοίχωμα του βαγονιού και στάθηκε δίπλα του, ακουμπώντας την πλάτη στην άλλη πλευρά. Αμέσως μετά «έλυσε» το σπαστό μπαστούνι της και με προσεκτικές, μα ακριβείς, κινήσεις το έβαλε στην τσάντα της. Την ξανάκλεισε και στράφηκε προς το μέρος μου, παραμένοντας στη θέση αυτή για τους επόμενους πέντε σταθμούς. Η νέα συνταξιδιώτισσά μου στο βαγόνι του ηλεκτρικού ήταν τυφλή. Ωστόσο, είμαι σίγουρος πως «έβλεπε» με πολύ μεγαλύτερη οξύτητα από τους περισσότερους που βλέπουν.
Μπροστά της πέρασαν δεκάδες άτομα. Μια παρέα νέων που φώναζαν άτσαλα και τραγουδούσαν άγαρμπα το τραγούδι του «Παρά πέντε», δυο-τρεις γιάπις (υπάρχουν ακόμη;) που, στον «αέρα» (=στο μικρόφωνο του Bluetooth ακουστικού τους) μιλούσαν για χρηματιστήριο και γκόμενες (sic), πολλοί μεσόκοποι με τσάντες γεμάτες τρόφιμα (πρόσφορη λεία για «τηλεμειράκια» που κρατούν φακό και κραδαίνουν ματσούκι) και ακόμη περισσότεροι ηλικιωμένοι [=«συνταξιούχοι-με-συνταξούλα-χωρίς-στον-ήλιο-μοίρα», μια «μπουκιά» (+συχώριο) για τους τηλεφωστήρες των διαύλων].
Ως το Μοναστηράκι, που κατέβηκε, η τυφλή γυναίκα τους «είδε» όλους. Κατόπιν, είμαι σίγουρος πως θα τα... είδε όλα! «Μηχανάκια» ηλίθιων αναβατών επάνω στα πεζοδρόμια, «Ι.Χ.» αγενών οδηγών «καβαλημένα» επάνω σε διαβάσεις και ράμπες, πραμάτειες θρασύτατων περιπτερούχων επάνω στην ειδική πλακόστρωση των πεζοδρομίων, απερισκεψίες ανεγκέφαλων διπόδων που αψηφούν το κόκκινο φως του σηματοδότη, σκορπώντας το φόβο και -ενίοτε- το θάνατο! Η τυφλή γυναίκα ίσως έχει μάθει να κινείται αυτόνομα. Σήμερα ίσως είναι σε θέση να ξεγλιστρά από τα απερίγραπτα εμπόδια απερίγραπτων τύπων. Αύριο, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, ίσως μπορέσει ακόμη και να δει τη Γη, που πατά τόσα χρόνια τώρα, χωρίς να ξέρει τα χρώματά της. Οι συνάνθρωποί της -όλοι εμείς- τότε, με τι μάτια θα την αντικρίσουμε;
-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σ. ΑΝΔΡΙΑΝΕΣΗΣ-
Sunday, February 18, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment